ὄκνος

ὄκνος
ὄκν-ος, ,
A shrinking, hesitation,

οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτε τις ὄ. Il.5.817

(answering to κάματος in 811), cf. 13.224 ;

οὔτ' ὄκνῳ εἴκων οὔτ' ἀφραδίῃσι νόοιο 10.122

, cf. A.Th.54, S.Ant.243 ;

ὄ. τις καὶ μέλλησις Th.7.49

;

ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄ. φέρει Id.2.40

, etc. ;

τὸν μὲν ὄ. ψόγον, τὸν δὲ πόνον ἔπαινον ἡγουμένη Isoc.1.7

: hence,
2 simply, alarm, fear, A.Ag.1009 (lyr.), S.Ph.225 : c. gen.,

τοῦ μάλιστ' ὄ. σ' ἔχει Id.OC652

: in pl.,

ἀναβολαὶ καὶ ὄκνοι Pl.Lg.768e

, cf. D.18.246
:— Constr. : c. gen., τοῦ πόνου γὰρ οὐκ ὄ. [ἐστί] I grudge not labour, S. Ph.887, cf. OCl. c. : c. inf., παρέσχεν ὄ. μὴ ἐλθεῖν made them hesitate to . . , Th.3.39 ;

ὄ. ἦν ἀνίστασθαι X.An.4.4.11

;

ὄ. πρός τι Pl.Lg. 665d

.
II Ὄκνος personified, as title of picture by Polygnotus, Paus.10.29.2, Plin.HN35.137, cf. D.S.1.97.
III ὄ. χαλκοῦς, a seat used by women in Bithynia, Suid.
IV = ἀστερίας 11.1, Arist.HA617a5, Ael.NA5.36, Ant.Lib.7.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὄκνος — shrinking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… …   Dictionary of Greek

  • οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») …   Dictionary of Greek

  • ὄκνοι — ὄκνος shrinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνοις — ὄκνος shrinking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνον — ὄκνος shrinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνου — ὄκνος shrinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνους — ὄκνος shrinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄκνων — ὄκνος shrinking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”